Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ΣΥΡΙΖΑ: ΕΛΠΙΔΑ ή ΠΑΓΙΔΑ;


Μετά από μήνες μιντιακής τρομοκρατίας, αποπροσανατολισμού, λάσπης και ωμών εκβιασμών, ήρθε η ώρα να καταθέσω κάποιες σκέψεις σχετικά με το πολιτικό «φαινόμενο» των τελευταίων χρόνων, που τόσο έχει συζητηθεί, αναλυθεί, επικροτηθεί ή κατακριθεί, τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα που απειλεί να ταράξει τα «μνημονιακά νερά» του τόπου και συγχρόνως τις λεπτές, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ισορροπίες. Το κόμμα που κατάφερε το πρωτοφανές για τη σύγχρονη ιστορία, να εκτοξεύσει μέσα σε 2,5 χρόνια τα ποσοστά του από το 4,5% του 2009 στο 27% του 2012 και σήμερα να εμφανίζεται ως πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις. Γεγονός που από τη μία μπορεί σίγουρα να εντυπωσιάζει, από την άλλη όμως προκαλεί εύλογες αμφιβολίες και ερωτηματικά. Θα προσπαθήσω, όσο πιο συνοπτικά μπορώ, να παρουσιάσω μια πολύπλευρη κριτική τόσο για τις «φωτεινές» όσο και για τις «σκοτεινές» όψεις του φαινομένου αυτού.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μέχρι και το 2010, όλοι γνωρίζαμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, με αδρά αντικαπιταλιστικές θέσεις και συγκρουσιακές διαθέσεις, αλλά συγχρόνως «βολεμένο» στην ασφάλεια της ακίνδυνης διαμαρτυρίας και της «ξοφλημένης» επαναστατικής φρασεολογίας που κληροδότησε ο περασμένος αιώνας. Η δικαιολόγηση-υποστήριξη φαινομένων τυφλής και άσκοπης βίας σε συνδυασμό με το δημοκρατικό πέπλο των προγραμματικών θέσεων του κόμματος, έδινε την εντύπωση μιας παράταξης ιδεολογικά μετέωρης, μέσα σ’ ένα άκρατο καπιταλιστικό σκηνικό, χωρίς προοπτικές εξέλιξης. Όλα αυτά άλλαξαν άρδην όμως, όταν στις 6 Μαΐου 2010 ο τότε πρωθυπουργός μάς ανακοίνωνε από το Καστελόριζο την ένταξη της χώρας μας στον «μηχανισμό στήριξης» και την επισημοποίηση της προσυμφωνημένης τροϊκανής Κατοχής. Από εκείνο το σημείο και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ μεταμορφώνεται και αντιλαμβάνεται πως οι συνθήκες για την ιδεολογική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του ελληνικού λαού έχουν ωριμάσει. Έτσι λοιπόν ξεκινάνε οι εσωκομματικές διεργασίες ώστε να μετατραπεί η λαϊκή οργή και η προγεγραμμένη μνημονιακή καταστροφή σε πολιτική-κοινωνική έκφραση και αντίδραση. Εδώ θεωρώ ότι βρίσκεται και το κλειδί των επακόλουθων εξελίξεων. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει ανοιχτά και να προτείνει «συνεργασία της Αριστεράς» ζητώντας από όλα τα κόμματα του ευρύτερου αριστερού χώρου, και κυρίως του ΚΚΕ, να ανταπεξέλθουν σ’αυτή την κοινωνική αναγκαιότητα αποτέλεσε τον κυριότερο λόγο της εκλογικής εκτόξευσης του το 2012. Όπως είχα γράψει σε παλαιότερο άρθρο μου σχετικά με το ΚΚΕ «…νομίζω ότι τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους όταν η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσιζε να αρνηθεί την πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία της Αριστεράς* με προοπτική άμεσης διακυβέρνησης. Είναι λογικό ένας λαός όταν βλέπει τα δικαιώματά του, τις ελευθερίες του και όλα όσα αποκτήθηκαν στο παρελθόν με αγώνες και αίμα, να καταρρέουν εν μία νυκτί υπό την ανεξέλεγκτη και εγκληματική δράση του παγκοσμιοποιημένου τραπεζικού λόμπι, να απαιτούν μια Αριστερά μάχιμη και ενεργή κι όχι «απενεργοποιημένη» υπό την ασφάλεια της ακίνδυνης διαμαρτυρίας…».

Από κει και πέρα, κομβικό υπήρξε και το γεγονός ότι ήταν το μόνο αριστερό κόμμα που «ζύγισε» επιτυχώς τα πολιτικοοικονομικά δεδομένα της νεοφιλελεύθερης κρίσης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, στη βάση μιας ριζοσπαστικής αλλά και αρκετά μετριοπαθούς ανάλυσης χωρίς επαναστατικούς φανφαρισμούς. Όπως αναφέρει η διακήρυξη του κόμματος «…Η κρίση που ζούμε, η οποία ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους οδηγώντας στα προγράμματα λιτότητας, τείνει να προσλάβει οικουμενικές διαστάσεις, θίγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάθε χώρα και αγγίζοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τόσο η κρίση των τραπεζών όσο και η κρίση των κρατών είναι εκφράσεις της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, όπως αυτή ξέσπασε μετά από τρεις δεκαετίες συσσώρευσης κερδών, μέσα από την τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών υπέρ του κεφαλαίου που οργάνωσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα...»
Δεν περιορίστηκε μόνο στην κατανομή των εθνικών ευθυνών της μεταπολίτευσης, αλλά διατυμπάνισε σε κάθε τόνο ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό -αν όχι παγκόσμιο- και πως η λύση πρέπει να δοθεί, όχι δια της απομόνωσης, αλλά μέσω της δυναμικής πολιτικής εκπροσώπησης της χώρας μας στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας ως ισότιμο μέλος της ΕΕ-Ευρωζώνης κι όχι ως τροϊκανή νεοαποικία ή γερμανικό προτεκτοράτο (όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα). Σε αυτή τη βάση επιδίωξε και πέτυχε ευρύτερες συνεργασίες με τα αντίστοιχα ριζοσπαστικά κόμματα της Ευρώπης (κυρίως του γονατισμένου ευρωπαϊκού νότου) στέλνοντας το μήνυμα ότι μόνο ενωμένοι θα καταφέρουν οι εργαζόμενοι λαοί να απαντήσουν στη βαρβαρότητα των συνεχόμενων οικονομικών-ταξικών επιθέσεων και να μετατρέψουν την «Ευρώπη των τραπεζών» σε «Ευρώπη των λαών».
Εντυπωσιακές υπήρξαν και οι αντοχές του κόμματος σε επικοινωνιακό επίπεδο, μιας και τέτοια στυγνή και απροκάλυπτη προπαγάνδα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ δεν πρέπει να έχει υπάρξει στη χώρα αυτή τα τελευταία 40 χρόνια. Και μόνο το γεγονός ότι -εν μέσω τέτοιων συνθηκών- ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου αντιστάθηκε και ψήφισε με λογική είναι σημαντικό. Όπως αναφέρουν «…Όμως το πείραμα καθυπόταξης του ελληνικού λαού δεν κύλησε ομαλά. Το πειραματόζωο αντέδρασε. Παρά τη συστηματική πλύση εγκεφάλου από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, παρά τη συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μνημονιακών κομμάτων, παρά τον χημικό πόλεμο στις διαδηλώσεις και παρά τις δικαστικές διώξεις, ο ελληνικός λαός δεν υπέκυψε. Με απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, πολιτική ανυπακοή, πολύμορφες διαμαρτυρίες, αλλά και με την ανάπτυξη μορφών αλληλεγγύης ασυμβίβαστες με τον ατομικισμό και την ανταγωνιστικότητα, ο λαός μας αντιστάθηκε…».
Τέλος, πολύ θετικά αντιμετωπίστηκε από την πλειοψηφία του κόσμου η στάση του κόμματος απέναντι στο «μακρύ χέρι του καπιταλισμού» ή αλλιώς «μαστίγιο του συστήματος» που ξεπετάχτηκε ως δια μαγείας από τα σπλάχνα της οικονομικής κρίσης, όπως το συνηθίζει εξάλλου, αν λάβουμε υπόψη την ιστορία του 20ου αιώνα. Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ο πρωτεργάτης των αντιεθνικιστικών-αντιφασιστικών αγώνων τα τελευταία χρόνια, κάτι που  οφείλει να συνεχίσει όσο θα εντείνονται οι ιδεολογικές συγκρούσεις και θα οξύνονται οι ταξικές-οικονομικές αντιθέσεις.

Πάμε τώρα όμως στα ερωτηματικά που γεννάει η όλη υπόθεση. Πέρα από το γεγονός ότι μιλάμε για ένα κόμμα άπειρο και αδοκίμαστο σε πρακτικές διακυβέρνησης, πολιτικής-oικονομικής διαχείρισης και ιδεολογικής συνέπειας, πρέπει να μας προβληματίσει και το ότι μέσα σε 2 χρόνια μπόρεσε το 4% να το μετατρέψει σε 27%, κάτι που φυσιολογικά θα ’πρεπε να προκαλέσει στο εσωτερικό του συνασπισμού κρίση (ιδεολογικής) ταυτότητας! Ποιοι είναι δηλαδή αυτό το 23% που το 2009 δεν εκφράζονταν μέσω του ΣΥΡΙΖΑ και που το 2012 «έτρεξαν» να τον ψηφίσουν; Είναι πολίτες απογοητευμένοι από την μεταπολιτευτική σαπίλα; Είναι επαναστάτες ή «επαναστάτες» που αποφάσισαν να βάλουν νερό στο κρασί τους στον βωμό μιας άμεσης και εφικτής αντίστασης; Είναι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που βλέπουν να χάνονται προνόμια δεκαετιών; Είναι μήπως και ψηφοφόροι της Δεξιάς που είπαν να δοκιμάζουν κάτι καινούριο μετά από δεκαετίες προκλητικού βολέματος και συνενοχής;
Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η στρατηγική του λαΐκισμού που ακολούθησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τον ιδεολογικό προγραμματισμό: «Δεν συγκρουόμαστε με τις κατεστημένες κοινωνικές νοοτροπίες και αντιλήψεις, αλλά εκφράζουμε τα λαϊκά “θέλω” όποια κι αν είναι αυτά». Έτσι προέκυψε, μέσα από διαδοχικές αναθεωρήσεις και αναδιπλώσεις, η τελική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μονομερή κατάργηση του Μνημονίου με ταυτόχρονη παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Δεν αμφισβητώ την πιθανότητα αυτό το εγχείρημα να τελεσφορήσει, αμφισβητώ όμως το γεγονός ότι μια τέτοια πολιτική απόφαση θα έπρεπε να συνοδεύεται απαραιτήτως από ένα Plan B -που να αφορά το απευκταίο αλλά πιθανό σενάριο αποτυχίας της- το οποίο θα έπρεπε να παρουσιαστεί και να αναλυθεί στον ελληνικό λαό με κάθε επισημότητα. Όπως έγραφα τον περασμένο Μάη: «…εδώ γεννιέται και το βασικό ερώτημα, στο οποίο ένα κόμμα που διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική καμπή οφείλει να απαντήσει ξεκάθαρα και μάλιστα δημοσίως. Αν η κατάργηση του Μνημονίου εντός ΕΕ και Ευρωζώνης δεν τελεσφορήσει τι γίνεται; Σίγουρα δεν συμφέρει κανέναν να πετάξουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης μιας και όπως έχουν δηλώσει τα «αφεντικά» (βλ. δηλώσεις Σόιμπλε-Μέρκελ) μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία θα τους κόστιζε γύρω στο 1 τρις, ποσό τριπλάσιο από ολόκληρο το ελληνικό χρέος! Αλλά ας υποθέσουμε ότι το λαϊκό αίτημα που θα εκπροσωπήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισακούεται στην Ευρώπη, δεν πρέπει να υπάρχει ένα ξεκάθαρο και ολοκληρωμένο Plan B; Το οποίο θα αφορά το σενάριο της πτώχευσης και της επιστροφής στη δραχμή; Παρόλο που κατανοώ εν μέρει τους επικοινωνιακούς λόγους για τους οποίους ο ΣΥΝ δεν πέφτει στην παγίδα και δεν αναφέρεται σε αυτό το ενδεχόμενο, δεν το δικαιολογώ σε καμιά περίπτωση πολιτικά και ηθικά (όσο ήθος μπορεί να υπάρξει στην πολιτική) ειδικά σε ένα κόμμα που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δηλώνει στο πλευρό της κοινωνίας και με ειλικρινή διάθεση και στάση απέναντι της».

Πρόσφατα προχώρησαν, πληροφορήθηκα, και στη μετατροπή σε ενιαίο κόμμα ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν –και με το νόμο πλέον- τη διακυβέρνηση στις επόμενες εκλογές. Το ερώτημα όμως που μου γεννήθηκε αυτομάτως είναι κατά πόσο θα μπορέσει να λειτουργήσει στην πράξη αυτή η ενότητα… Πώς θα μπορέσουν να λειτουργήσουν και να εκφραστούν κάτω από την ίδια κομματική στέγη ρεύματα ιδεολογικά όπως η Κ.Ο.Ε., η Αριστερή Πλατφόρμα, η Δ.Ε.Α. και η Ομάδα Ρόζα, με αντίστοιχα κεντροαριστερά όπως αυτό του «παλαιού ΠΑΣΟΚ» (κομμάτι του οποίου μεταπήδησε στο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφατα); Πώς θα αντιδράσουν, σε μια μελλοντική κυβέρνηση, οι Μαρξιστές, οι Τροτσκιστές ή… οι Αναρχικοί που αυτή τη στιγμή συγκροτούν την αριστερή πτέρυγα του κόμματος σε ενδεχόμενους συμβιβασμούς που -αναπόφευκτα- γεννάει οποιαδήποτε προσπάθεια φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού; Και πώς θα μπορέσει η ηγεσία του κόμματος να ισορροπήσει μεταξύ των «ηρωϊκών» μαχών που προτίθεται να δώσει κόντρα σε μονοπώλια και οικονομικά κατεστημένα και των δυσάρεστων εσωκομματικών τριβών που θα προκύπτουν σε κάθε στρατηγικό βήμα; Αυτά είναι κάποια ερωτήματα που σίγουρα μοιάζουν ρητορικά αυτό τον καιρό, αλλά σίγουρα έχουν μεγάλη βαρύτητα από τη στιγμή που θα κληθούν να κυβερνήσουν τη χώρα στην κρισιμότερη -ίσως- καμπή της σύγχρονης ιστορίας της.

Πέρα από τα παραπάνω όμως, υπάρχουν και κάποιες αντικειμενικές συνθήκες που δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρουστεί και να ανατρέψει οικονομικά-πολιτικά κατεστημένα. Οι συνθήκες αυτές έχουν να κάνουν με τη γενικότερη εχθρική συγκυρία στην οποία υπόκειται το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό της εποχής μας. Βλέπετε όση συνέπεια και εντιμότητα να χαρακτηρίζει μια αριστερή κυβέρνηση σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι όποιες ριζοσπαστικές ενέργειες μέσα σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο ολοκληρωτισμό του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού, δίχως ουσιαστική «σανίδα σωτηρίας» ή «χείρα βοηθείας». Σε αυτό συμβάλλει βέβαια κι ο κεκτημένος... ευνουχισμός των λαϊκών-εργατικών κινημάτων που γέννησε ο 20ος αιώνας διεθνώς. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ιστορικά όσες αντίστοιχες δημοκρατικές επαναστάσεις πήγαν να πραγματοποιηθούν (με τον όρο «δημοκρατική επανάσταση» ορίζω το ειρηνικό πέρασμα στον Σοσιαλισμό) βρήκαν στο διάβα τους τα τυραννικά εμπόδια των καπιταλιστών και των μυστικών υπηρεσιών τους. Μην ξεχνάμε την περίπτωση Αλιέντε και το στρατιωτικό πραξικόπημα Πινοσέτ στη Χιλή το 1974 ή το πιο πρόσφατο πραξικόπημα Καρμόνα στη Βενεζουέλα το 2002. Δυστυχώς πέρα από το κόκκινο χρώμα του Σοσιαλισμού, ανέκαθεν υπήρξε «κόκκινη» και οποιαδήποτε προσπάθεια εγκαθίδρυσής του, ειρηνική ή μη.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο, αυτό που θέλω ουσιαστικά να μείνει ως συμπέρασμα, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να κριθεί επί της ουσίας, υπεύθυνα και εμπεριστατωμένα, θα πρέπει πρώτα να ψηφιστεί-εκλεγεί από τον ελληνικό λαό και μάλιστα με την προοπτική μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Μέχρι τότε όλα τα συμπεράσματα θα παραμένουν επισφαλή και τελείως υποθετικά. Προσωπικά εύχομαι όλο αυτό το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία -του οποίου κύρια πολιτική έκφραση αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ- να μετουσιωθεί σε πολιτική, οικονομική, πατριωτική αντίσταση και αναγέννηση και να μη προδοθεί κι αυτό όπως τόσες και τόσες «προοδευτικές» γενιές κινημάτων και κοινωνικών αγώνων. Το τελευταίο που θα θέλαμε να δούμε όλοι μας είναι ένα… νέο ΠΑΣΟΚ που αντί να φέρει την «αλλαγή», θα δημιουργήσει μια «νέα μεταπολίτευση», ένα νέο κατεστημένο ιδεολογικών συμβιβασμών, πελατειακής κομματοκρατίας και θεσμικής ασυδοσίας. Συγχρόνως όμως πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας πως σε ένα τόσο μεγάλο ιστορικό εγχείρημα, καταλυτικός παράγοντας πάντα ήταν, είναι και θα είναι η ενεργή συμμετοχή του απλού κόσμου. Γιατί Αριστερά χωρίς Λαό δεν υφίσταται, όπως και το αντίθετο βέβαια. Η πάλη αυτή θα πρέπει να είναι μαζική και διαρκής. Ριζωμένη σε βαθιές συνειδήσεις, ασυμβίβαστες ψυχές και εκφρασμένη με καθημερινούς αγώνες και διεκδικήσεις. Όπως έγραφε κι ο Οδυσσέας Ελύτης στις αρχές του ‘60 «…για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους…». Τα υπόλοιπα στους δρόμους! Της φωτιάς…

Γιώργος Μάρτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου